- ὑλομανής
- ὑλομανήςmad after the woodsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υλομανής — ές, Α 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση 2. (για φυτό) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. οἰνο μανής] … Dictionary of Greek
ὑλομανῇς — ὑλομανέω run to wood pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλομανῆ — ὑλομανής mad after the woods neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑλομανής mad after the woods masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑλομανής mad after the woods masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλομανοῦς — ὑλομανής mad after the woods masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλομανεῖ — ὑλομανέω run to wood pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑλομανέω run to wood pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ὑλομανής mad after the woods masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑλομανής mad after the woods masc/fem/neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλομανεῖς — ὑλομανέω run to wood pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑλομανής mad after the woods masc/fem acc pl ὑλομανής mad after the woods masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
υλομανία — ἡ, Α [ὑλομανής] μεγάλη αύξηση και συμπύκνωση φυτών, πολυδενδρία … Dictionary of Greek
υλομανώ — έω, ΜΑ, και ὑλημανῶ, έω, Α [ὑλομανής] (για φυτό) έχω τάση για γρήγορη αύξηση, αυξάνομαι πολύ γρήγορα («τῶν πεδίων ὑλομανούντων» όταν οι πεδιάδες καλύπτονται από πυκνό δάσος, Στράβ.) αρχ. (για τη γλώσσα) αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
υλομενής — ές, ΜΑ ὑλογενής* ή ὑλομανής* … Dictionary of Greek